Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

local boy


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο local παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: boy
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
local adj (localized, of a place)τοπικός επίθ
  (επίσημο: όχι συνηθισμένο)επιτόπιος επίθ
 The local drug store is two blocks away.
 Το τοπικό φαρμακείο βρίσκεται δύο τετράγωνα μακριά.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι επιτόπιες αστυνομικές αρχές διεξάγουν έρευνα για να διελευκανθεί το έγκλημα.
local adj (medicine: applied to specific area)τοπικό επίθ
 The doctor applied a local anaesthetic.
 Ο γιατρός εφάρμοσε ένα τοπικό αναισθητικό.
local n (person or resident of the area)ντόπιος, ντόπια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  ντόπιος επίθ
 Are you a local, or are you from out of town?
 Είσαι ντόπιος ή είσαι από αλλού;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
local adj (regional)τοπικός επίθ
  της περιοχής περίφρ
 The local food is very spicy.
 Το τοπικό φαγητό είναι πολύ πικάντικο.
 Το φαγητό της περιοχής είναι πολύ πικάντικο.
local n UK, informal (frequented nearby bar) (καθομιλουμένη)στέκι ουσ ουδ
 We were at our local till 11 last night.
 Ήμασταν στο στέκι μας μέχρι τις 11 χθες το βράδυ.
local n informal (train or bus: stopping service)τοπικό μέσο μεταφοράς περίφρ
  (τρένο)τοπικό τρένο επίθ + ουσ ουδ
  (λεωφορείο)τοπικό λεωφορείο επίθ + ουσ ουδ
 You want the express bus, not the local.
 Εσύ θέλεις το εξπρές λεωφορείο, όχι το τοπικό.
local n (union or syndicate branch)τοπική επίθ ως ουσ θηλ
 My grandfather was a member of Local 532 of the electrical workers union.
 Ο παππούς μου ανήκε στην Τοπική 532 της ένωσης ηλεκτρολόγων.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
local anesthetic (US),
local anaesthetic (UK)
n
(numbs part of the body) (διαδικασία)τοπική αναισθησία επίθ + ουσ θηλ
  (φάρμακο)τοπικό αναισθητικό επίθ + ουσ ουδ
 The dentist will give you a local anesthetic before he removes the tooth.
 Ο οδοντίατρος θα σου κάνει τοπική αναισθησία πριν σου βγάλει το δόντι.
local area network,
LAN
n
(computer network)τοπικό δίκτυο επίθ + ουσ ουδ
local area network,
LAN
n
(telecommunications system)τοπικό δίκτυο επίθ + ουσ ουδ
local authority n (council, local government)δημοτικό συμβούλιο, τοπική αρχή έκφρ
 The local authority is responsible for rubbish collection.
local call n (short-distance phone call)αστική κλήση επίθ + ουσ θηλ
 He borrowed our telephone but made a local call, so there will be no extra charge.
local color (US),
local colour (UK)
n
figurative (features of a place) (μεταφορικά)τοπικό χρώμα φρ ως ουσ ουδ
  (μεταφορικά)χρώμα της περιοχής φρ ως ουσ ουδ
 Take us on a tour of the bars and show us some of the local color.
local color (US),
local colour (UK)
n
figurative (quirky points)ιδιαίτερος χαρακτήρας φρ ως ουσ αρσ
local community n (residents of a given area)τοπική κοινότητα επίθ + ουσ θηλ
local dialect n (regional variation of a language)τοπική διάλεκτος έκφρ
 In many parts of Andalusia the local dialect is hard to understand.
local disease n (ailment in one part of the body)τοπική νόσος επίθ + ουσ θηλ
local economy n (commercial and financial situation of an area)τοπική οικονομία επίθ + ουσ θηλ
 The local economy is lagging behind the national.
 The local economy relies greatly on tourism.
 Η τοπική οικονομία υστερεί σε σχέση με την εθνική οικονομία. // Η τοπική οικονομία στηρίζεται κατά μεγάλο ποσοστό στον τουρισμό.
local examinations syndicate n (organization that sets and assesses exams)τοπική εξεταστική επιτροπή έκφρ
local government n (local authority, council)δημοτικό συμβούλιο, τοπική αρχή έκφρ
 We expect to have a new mayor after our local government election next year.
local law n (legal restrictions that apply to an area)τοπικός κανονισμός/νομοθεσία έκφρ
 The local law prohibited smoking in all public areas.
local newspaper n (regional news publication)τοπική εφημερίδα επίθ + ουσ θηλ
 I read about the city council in the local newspaper, but otherwise I get my news from the Internet.
local people npl (residents of a given area)ντόπιοι ουσ αρσ πλ
 The local people are very friendly to visitors.
local time n (time in a particular zone)τοπική ώρα επίθ + ουσ θηλ
 The plane should land at 4am local time.
 He phoned from Africa at midnight local time; that's 6 p.m. here.
local train n (train making many stops)τοπικό τρένο επίθ + ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση local boy στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «local boy».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!